- κεραυνοπληξία
- η [κεραυνόπληκτος]ιατρ. άμεση συνέπεια ηλεκτρικής εκκένωσης τής ατμόσφαιρας, με τη μορφή κεραυνού, στο ανθρώπινο σώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνόπληκτος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lighthing-flash syndrome].
Dictionary of Greek. 2013.